ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Νέα

Προεδρικό Διάταγμα 75/2020 για τη χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους

14 Σεπτεμβρίου 2020
Συνεργάτης Δικηγόρος:
Επικεφαλής Γραφείου Αθηνών:
Συνεργάτης Δικηγόρος:

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Π.Δ. 75/2020, αναφορικά με τη χρήση συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους. Ήδη από τα τέλη Ιουνίου η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είχε γνωμοδοτήσει επί του σχεδίου των προτεινόμενων ρυθμίσεων με τις βασικές παρατηρήσεις της να αφορούν τη χρήση drones, τεχνολογιών αναγνώρισης προσώπου, την επιτήρηση δηµόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, τη δυνατότητα εστίασης (zoom), τον προσδιορισμός της έννοιας του «υπόπτου» τέλεσης μελλοντικού εγκλήματος καθώς και τον χρόνο διατήρησης των δεδομένων (Γνωμοδότηση 3/2020-29.06.2020).

Το Π.Δ. 75/2020, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

  1. Σκοποί επεξεργασίας
  2. Προϋποθέσεις και κριτήρια εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων επιτήρησης
  3. Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις
  4. Είδος δεδομένων
  5. Χρόνος τήρησης και καταστροφή δεδομένων

Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας, σε δημόσιους χώρους, επιτρέπεται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 ν. 3917/2011, για τους εξής σκοπούς:

α) Την αποτροπή και καταστολή των αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στις περ. β΄ έως δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3917/2011. Στα εγκλήματα αυτά ανήκουν ιδίως τα αδικήματα που προβλέπονται στα κεφάλαια έκτο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο, δέκατο όγδοο, δέκατο ένατο και εικοστό τρίτο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και τα κακουργήματα της νομοθεσίας περί εξαρτησιογόνων ουσιών. Αντικείμενο της καταστολής συνιστά και η απόδειξη τέλεσης αξιόποινων πράξεων και ταυτοποίησης του δράστη.

β) Τη διαχείριση της κυκλοφορίας που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων στο οδικό δίκτυο, τη ρύθμιση της κυκλοφορίας οχημάτων, καθώς και την πρόληψη και διαχείριση τροχαίων ατυχημάτων.

Φαίνεται λοιπόν να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νέου Π.Δ. η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τη διακρίβωση παραβάσεων των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, η οποία εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 104 παρ. 4 του ν. 2696/1999, όπως ισχύει, και του π.δ. 287/2001.

Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους επιτρέπεται μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο και όταν οι επιδιωκόμενοι κατά το άρθρο 3 του παρόντος διατάγματος σκοποί, της πρόληψης ή καταστολής της εγκληματικότητας και της διαχείρισης της κυκλοφορίας δεν μπορούν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με άλλα ηπιότερα μέτρα. Με την απόφαση που εκδίδεται κατά την παρ. 1 του άρθρου 12 του παρόντος για την εγκατάσταση των συστημάτων επιτήρησης αιτιολογείται ειδικώς η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων που δικαιολογούν την επιτήρηση συγκεκριμένου χώρου. Ειδικώς για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης για την πρόληψη ή καταστολή των εγκλημάτων απαιτείται να συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελούνται ή πρόκειται να τελεσθούν στον συγκεκριμένο χώρο ποινικά αδικήματα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος. Η συνδρομή επαρκών ενδείξεων αιτιολογείται με την αναφορά πραγματικών στοιχείων όπως, ιδίως, στατιστικών ή εμπειρικών δεδομένων, μελετών, εκθέσεων, μαρτυριών, πληροφοριών για τη συχνότητα, το είδος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων που τελούνται σε συγκεκριμένο χώρο, καθώς και για την, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, πιθανολογούμενη εξάπλωση ή μεταφορά της εγκληματικότητας σε άλλο δημόσιο χώρο. Η επιτήρηση κρίνεται απαραίτητη όταν, κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών στοιχείων, σχηματίζεται η εύλογη πεποίθηση ότι στους συγκεκριμένους δημόσιους χώρους απειλούνται σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.

Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης περιορίζεται στον συγκεκριμένο χώρο, για τον οποίο κρίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας απαραίτητη η επιτήρηση και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε ευρύτερη περιοχή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξασφαλίζει, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων, ότι τα συστήματα επιτηρούν τον προκαθορισμένο χώρο και δεν λαμβάνουν εικόνα από μη δημόσιους χώρους ή από εσωτερικό κατοικιών . Οι λεπτομέρειες ως προς τη θέση εγκατάστασης των καμερών και τα χαρακτηριστικά του συστήματος επιτήρησης προβλέπονται στην απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12. Με την απόφαση που εκδίδεται κατά την παρ. 2 του άρθρου 12 καθορίζονται ο χρόνος ενεργοποίησης του συστήματος επιτήρησης, η εμβέλειά του και η διάρκεια λειτουργίας του, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της προϋποθέσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

Η λειτουργία φορητών συστημάτων επιτήρησης επιτρέπεται σε περιπτώσεις που υπάρχει άμεσος σοβαρός κίνδυνος τέλεσης των αναφερομένων στο άρθρο 3 αξιόποινων πράξεων, κατόπιν σχετικής απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας που εκδίδεται κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του παρόντος. Με την απόφαση αυτή αιτιολογείται ειδικώς η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη λειτουργία φορητών συστημάτων επιτήρησης, με την αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων.

Η εστίαση της εικόνας επιτρέπεται για τη διαπίστωση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των επιδιωκόμενων σκοπών. Η διαδικασία εστίασης της εικόνας και επαναφοράς της εκτελείται με αιτιολογημένη απόφαση του υπευθύνου επεξεργασίας, κατόπιν έγκρισης του αρμοδίου εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, η εστίαση είναι δυνατό να εκτελείται κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας, με υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης του αρμόδιου εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να απαγορεύσει τη συνέχιση της διαδικασίας και τη χρήση των συλλεγέντων δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση, η συνδρομή των προϋποθέσεων εστίασης της κάμερας, καθώς και επαναφοράς της στην προκαθορισμένη θέση, αποδεικνύονται από τα τηρούμενα κατ’ άρθρο 11 αρχεία καταγραφής ενεργειών. Ο αρμόδιος κατά τα ανωτέρω εισαγγελέας δύναται να ζητά, οποτεδήποτε το κρίνει αναγκαίο, επιπλέον στοιχεία, με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των ενεργειών. Είναι επιτρεπτή η λήψη εικόνας και κάθε τρίτου προσώπου, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού επεξεργασίας.

Ως προς την παραπάνω ρύθμιση η Αρχή ήδη έχει επισημάνει πως θα πρέπει να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης - θέσης σε λειτουργία του συστήµατος επιτήρησης για όλες τις προβλεπόµενες περιπτώσεις, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια επεισοδίων σε δηµόσια συνάθροιση.

Περαιτέρω, όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης. Για το λόγο αυτό ορθά προβλέφθηκε η συνδρομή της Εισαγγελικής Αρχής που θα αποφασίζει, ελέγχει και θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης.

Είναι επίσης σαφές ότι η εστίαση της εικόνας δεν επιτρέπεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχουν τελεσθεί παράνοµες πράξεις, όπως π.χ. στην περίπτωση πρόληψης µελλοντικών αξιόποινων πράξεων.

Η εγκατάσταση και λειτουργία σταθερών, περιστρεφόμενων ή κινητών συστημάτων επιτήρησης, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος, σε χώρους και κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, είναι επιτρεπτή με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του υπεύθυνου επεξεργασίας, κατόπιν έγκρισης του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον έχει γνωστοποιηθεί στον οργανωτή της συνάθροισης και τους μετέχοντες σε αυτή και μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3. Στην ανωτέρω απόφαση συμπεριλαμβάνονται τόσο τα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται απαραίτητη η επιτήρηση, όσο και αυτά βάσει των οποίων καθορίζεται ο χρόνος ενεργοποίησης και λειτουργίας των συστημάτων επιτήρησης.

Η λήψη εικόνας πλήρους εποπτείας της συνάθροισης για τη διαπίστωση του όγκου και της διαδρομής αυτής, χωρίς δυνατότητα εστίασης σε φυσικά πρόσωπα, είναι επιτρεπτή, αποκλειστικά προς πλήρωση των σκοπών του άρθρου 3 και εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης.

Τα δεδομένα που συλλέγονται, καταστρέφονται αυτόματα, με μέριμνα του υπεύθυνου επεξεργασίας, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήξη της συνάθροισης, εφόσον αυτή εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε ομαλά και δεν αποτυπώνεται κρίσιμο συμβάν που εμπίπτει στον επιδιωκόμενο σκοπό.

Κατά τη διαχείριση της κυκλοφορίας, η επεξεργασία δεδομένων εικόνας περιορίζεται στην αναγνώριση των πινακίδων κυκλοφορίας και της κατηγορίας (επιβατικά, φορτηγά, λεωφορεία κ.λπ.) των οχημάτων.

Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων ήχου, στο μέτρο που σε αυτόν περιλαμβάνονται δεδομένα από τα οποία μπορεί να γίνει αναγνώριση προσώπων, δεν πρέπει να είναι ενεργοποιημένη. Η επεξεργασία δεδομένων ήχου επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, κατόπιν ειδικώς αιτιολογημένης απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία εγκρίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, με σκοπό τον εντοπισμό και την αναγνώριση προσώπων που εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις της περ. α του άρθρου 3 και οι οποίες διαλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (Α΄ 121), εφόσον η διερεύνηση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτή. Στην προαναφερόμενη απόφαση γίνεται ειδική μνεία α) της αξιόποινης πράξης, για τη διακρίβωση της οποίας είναι απαραίτητη η επεξεργασία β) των ενδείξεων ως προς την εμπλοκή των ερευνώμενων προσώπων στην τέλεση της πράξεως αυτής, γ) του σκοπού της επεξεργασίας, δ) της αδυναμίας ή ιδιαίτερης δυσχέρειας διακρίβωσης της πράξης με άλλο τρόπο και ε) της απολύτως αναγκαίας χρονικής διάρκειας της επεξεργασίας.

Τα δεδομένα διατηρούνται κατά μέγιστο για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη συλλογή τους, εκτός αν η διατήρηση είναι απαραίτητη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με σκοπό τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Μετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, τα δεδομένα καταστρέφονται. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξασφαλίζει ότι η διαγραφή πραγματοποιείται με αυτόματη μέθοδο και ότι τα καταστρεφόμενα δεδομένα δεν είναι δυνατό να ανακτηθούν. Δεδομένα που αφορούν γεγονότα που εμπίπτουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, αποθηκεύονται και διατηρούνται, εφόσον είναι απαραίτητα, για την διερεύνηση αξιόποινων πράξεων του άρθρου 3 του παρόντος διατάγματος. Τα δεδομένα αυτά διαγράφονται μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την οριστική παύση της δίωξης ή την παρέλευση του χρόνου παραγραφής. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνεται σχετικώς από τις αρμόδιες δικαστικές υπηρεσίες, προκειμένου να προβεί στη διαγραφή.

Επιτρέπεται, επίσης, η διατήρηση, όταν υπάρχουν δικαιολογημένες υπόνοιες σε βάρος του ατόμου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, για την προπαρασκευή ή τη διάπραξη στο μέλλον των αξιόποινων πράξεων της παρ. 1. Οι δικαιολογημένες υπόνοιες προπαρασκευής ή μελλοντικής διάπραξης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων συναρτώνται με μαρτυρίες ή κάθε είδους σχετικές πληροφορίες, εν γένει κινήσεις και επαφές του ατόμου, καθώς και τη φύση, σοβαρότητα και αριθμό των εγκλημάτων, για τα οποία το υποκείμενο των δεδομένων έχει τυχόν κατά το παρελθόν καταδικασθεί ή ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη. Για τη διατήρηση των δεδομένων στην περίπτωση αυτή εκδίδεται αιτιολογημένη απόφαση του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία υπόκειται σε περιοδική επανεκτίμηση ανά διετία.

Ως προς την παραπάνω ρύθμιση η Αρχή ήδη έχει επισημάνει τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1] που κήρυξαν ανίσχυρη την Οδηγία 2006/24/ΕΚ (Data Retention Directive) για την υποχρεωτική διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης συνδρομητών και χρηστών από τους παρόχους επικοινωνιών, προκειμένου να καθίστανται διαθέσιµα στις αρµόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και αντιστοίχως για το ίδιο θέμα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την Οδηγία 2002/58 ΕΚ (E- Privacy Directive).

Τέλος, είναι σαφές ότι κινείται προς την ορθή κατεύθυνση η σχετική πρόβλεψη µίας ενδιάµεσης διαδικασίας περιοδικής επανεξέτασης και αναθεώρησης ανά τακτά χρονικά διαστήµατα της αναγκαιότητας διατήρησης των δεδοµένων, σύµφωνα µε τις επιταγές των άρθρων 5 και 6 Οδηγίας 680/16 καθώς και 70 και 73 παρ. 4 ν. 4624/2019.

Για να δείτε αναλυτικά το Προεδρικό Διάταγμα 75/2020, πατήστε εδώ: 

[1]συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Digital Rights Ireland Ltd C-293/12 και Kartner Landesregierung κ.λπ. C-594/12, απόφαση της 08-4-2014 (“Digital Rights Ireland”) και συνεκδικαζόµενες υποθέσεις C-203/15 Tele2 Sverige AB και C-698/15 Secretary of State for the Home Department, απόφαση της 21-12-2016 (“Tele2”).

Διαβάστε ακόμη

Περισσότερα νέα της κατηγορίας