Αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου στο πλαίσιο Δημόσιων Συμβάσεων
Το σύγχρονο διοικητικό κράτος έχει αναπτύξει ευρεία συμβατική δραστηριότητα δεδομένης της οικονομικής ανάπτυξης και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των πολιτών του. Η έννοια του όρου διοίκηση, υπό την μορφή διενέργειας νομικών πράξεων και υλικών ενεργειών (λειτουργική έννοια) από το κράτος, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους δημόσιους οργανισμούς (οργανική έννοια) για την επίτευξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος, απαντάται συχνότατα στην καθημερινότητα των πολιτών με τις διάφορες μορφές της. Οι νομικές πράξεις της διοίκησης που δημιουργούν κανόνες δικαίου εκδίδονται είτε μονομερώς είτε στα πλαίσια συμβάσεων.
Οι συμβάσεις που συνάπτονται είτε από νομικά πρόσωπα του εν στενή εννοία δημοσίου τομέα (ΝΠΔΔ) είτε από νομικά πρόσωπα του εν ευρεία εννοία δημοσίου τομέα (ΝΠΙΔ), εφόσον εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος καλούνται δημόσιες συμβάσεις. Οι διοικητικές διακρίνονται από τις δημόσιες συμβάσεις γιατί στις πρώτες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής χαρακτηριστικά: α) ένας από τους δύο συμβαλλόμενους να είναι το δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) να υπάρχει σκοπός δημοσίου συμφέροντος και γ) να υπάρχει υπερέχουσα θέση του δημοσίου, να δημιουργείται δηλαδή μια σχέση ανισότητας, η οποία εκδηλώνεται με ρήτρα δημόσιας εξουσίας.
Το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων συνιστά έναν νέο κλάδο δικαίου, ο οποίος έχει δημιουργήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προκαλώντας ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, αναθέτουσες αρχές αλλά και νομικούς να συμπράξουν με στόχο την εκπλήρωση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την εκτέλεση δημόσιας σύμβασης υπηρεσίας, προμήθειας ή έργου με γνώμονα πάντοτε την δημόσια ωφέλεια. Αυτό το καινούργιο πεδίο δικαίου ιδιαίτερης φύσης, λόγω του προέχοντος δημόσιου χαρακτήρα του, τυγχάνει προστασίας, η οποία επιτυγχάνεται κατά κανόνα με τον ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4782/2021, που ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ.
Ένα από τα ζητήματα που μπορεί να ανακύψει κατά την διαδικασία ανάθεσης, σύναψης και εκτέλεσης μιας δημόσιας σύμβασης είναι η περίπτωση του αρ. 373 του ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας - στο πλαίσιο δημόσιας διαγωνιστικής διαδικασίας - αποκλείστηκε από την συμμετοχή του σε διαδικασίες σύναψης της σύμβασης ή και από την σύναψη αυτής εξαιτίας παράβασης του ενωσιακού ή εσωτερικού δικαίου δικαιούται να αξιώσει από την αναθέτουσα αρχή αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου και πιο συγκεκριμένα τα άρθρα 197 και 198 του Αστικού Κώδικα [αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις στο δίκαιο δημοσίων συμβάσεων (βλ. ΣτΕ 2091/2007)], με τα οποία ρυθμίζεται η αποζημίωση του ζημιωθέντος στο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Στο πλαίσιο δηλαδή της μορφής ευθύνης που προβλέφθηκε από τον νομοθέτη, καλύπτεται η ζημία την οποία δεν θα είχε υποστεί ο ενδιαφερόμενος αν δεν είχε αρχίσει τις διαπραγματεύσεις και συγκεκριμένα οι δαπάνες στις οποίες καλόπιστα προέβη, προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία σύναψης της σύμβασης. Κατόπιν τούτων, η αποζημίωση σ’ αυτήν την περίπτωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον. Προβλέπεται, ωστόσο, και αξίωση αποζημίωσης από τον ενδιαφερόμενο και για το θετικό διαφέρον, εφόσον αποδείξει ότι θα του ανετίθετο η σύμβαση αν δεν είχε συντελεστεί η παράβαση (βλ. ΣτΕ 2487/2018, 3692/2015, 3040/2014, 451/2013 επταμ., 1943/2013 επταμ. κ.ά.). Ο παράνομα αποκλεισθείς μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο για την σύναψη της σύμβασης να ζητήσει αποζημίωση με βάση το αρ. 105 ΕισΝΑΚ για ό,τι θα αποκόμιζε από την κατακύρωση, αποδεικνύοντας βέβαια τον αιτιώδη σύνδεσμο του παράνομου αποκλεισμού και της ζημίας.
Η διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ προβλέπει ότι για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία (πρβλ. ΣτΕ 15, 76/2018, 2838, 3292/2017 κ.ά.)
Το δε αρ. 373 του ν. 4412/2016 προβλέπει ως πρόσθετη προϋπόθεση για αξίωση αποζημίωσης την ακύρωση της πράξης ή παράλειψης από την ΑΕΕΠ ή το δικαστήριο, εκτός αν η ακύρωση δεν προτιμάται για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή αν επιλέγεται λόγω του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η σύμβαση η ακύρωση του ανεκτέλεστου μέρους αυτής. Άξια προσοχής βέβαια, είναι και η νομολογία του δικαστηρίου της ένωσης και ιδίως η απόφαση της 30ης Σεπτεμβρίου 2010 (Stadt Graz κατά Stabag AG και λοιπών – C-314/2009), με βάση την οποία συνάγεται ότι η δικονομική οδηγία 89/665/ΕΟΚ δεν επιτρέπει στην εθνική νομοθετική ρύθμιση να εξαρτά το δικαίωμα αποζημίωσης μετά από παράβαση της αναθέτουσας αρχής από τον υπαίτιο χαρακτήρα της παράβασης, δίνοντας κατ’ επέκταση στην ευθύνη αντικειμενικό χαρακτήρα.
Η εξέλιξη του διοικητικού κράτους και το άνοιγμα των συναλλαγών οδήγησε αναπόδραστα στην αύξηση των συμβατικών σχέσεων. Η ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση αποτελεί εκτός από ένα πάντα επίκαιρο και κρίσιμο νομικό ζήτημα και ένα ζήτημα βαθιά κοινωνικό. Η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου, θεσπισμένη στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, της αρχής νομιμότητας του διοικητικού κράτους και της ασφάλειας του δικαίου, η οποία εκδηλώνεται αναμφίβολα μέσω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς την διοίκηση, αποτελεί όπλο στην φαρέτρα των διοικουμένων και απόδειξη ύπαρξης ευνομούμενης πολιτείας, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε διαλογική - ανταποδοτική σχέση με τους πολίτες της.