Προβλήματα που ανακύπτουν στις Δημόσιες Συμβάσεις: "Τί γίνεται όταν μέλος της επιτροπής υποβάλει δήλωση παραίτησης;"
Ι. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ
Δεν είναι λίγες οι φορές που η Αναθέτουσα Αρχή καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν από τον ορισμό των μελών της Επιτροπής του Διαγωνισμού τόσο κατά το στάδιο σύναψης, όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης μίας δημόσιας σύμβασης. Πιο συγκεκριμένα, ολοένα και περισσότερα μέλη Επιτροπών, επικαλούμενα αυξημένα εργασιακά καθήκοντα, άδειες ειδικού σκοπού και κανονικές άδειες, καταθέτουν δηλώσεις παραιτήσεως (ή αιτήσεις εξαιρέσεως), διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, αδυνατούν να ανταποκριθούν πλήρως στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον διορισμό τους.
Εύλογο ερώτημα προκαλείται στην Αναθέτουσα Αρχή αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του ανωτέρω ζητήματος, καθόσον η ίδια καλείται να το επιλύσει, δίχως καθυστέρηση της διαγωνιστικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης της σύμβασης, προκειμένου να είναι σύμφωνη με τους χρόνους που ορίζει ο νόμος και η σύμβαση, λειτουργώντας αμερόληπτα, αντικειμενικά και εφαρμόζοντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης, προκειμένου να παραμείνει εύρυθμη η λειτουργία της Διοίκησης.
ΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Περαιτέρω, προκειμένου να απαντηθεί το ως άνω ερώτημα, δέον κρίνεται να επισημανθεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο:
• Στο άρθρο 221 παρ. 1 του Νόμου 4412/2016 ορίζονται τα καθήκοντα των μελών της Επιτροπής κατά τη διαδικασία σύναψης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη της Επιτροπής α) αξιολογούν τις προσφορές ή αιτήσεις συμμετοχής των προσφερόντων ή υποψηφίων, β) ελέγχουν την καταλληλότητα των προσφερόντων ή υποψηφίων για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, γ) ελέγχουν και αξιολογούν τις προσφορές, δ) στο πλαίσιο ανταγωνιστικής διαδικασίας, με διαπραγμάτευση της διαδικασίας, με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, ανταγωνιστικού διαλόγου ή σύμπραξης καινοτομίας, διαπραγματεύονται με τους προσφέροντες ή υποψηφίους, ε) εισηγούνται τον αποκλεισμό των προσφερόντων ή υποψηφίων από τη διαδικασία, την απόρριψη των προσφορών, την κατακύρωση των αποτελεσμάτων, την αποδέσμευση των εγγυήσεων, τη ματαίωση της διαδικασίας, στ) γνωμοδοτούν για κάθε άλλο θέμα που ανακύπτει κατά τη διαδικασία ανάθεσης, ζ) στο στάδιο της εκτέλεσης γνωμοδοτούν, όπου απαιτείται, για τα θέματα που ανακύπτουν, ιδίως για την παράταση του συμβατικού χρόνου, άλλες τροποποιήσεις της σύμβασης και την έκπτωση του αναδόχου και η) γνωμοδοτούν για τις προβλεπόμενες στον νόμο ενστάσεις και προσφυγές που υποβάλλονται ενώπιον της αναθέτουσας αρχής ή της προϊσταμένης αρχής κατά το στάδιο της ανάθεσης και εκτέλεσης.
• Επιπλέον, στην παρ. 6 του άρθρου 221 του Ν. 4412/2016 προβλέπεται ότι: «Για τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων στις αναθέτουσες αρχές, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 2690/1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας» (Α` 45), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου». Ενώ στο εδ. 3 της παρ. 10 του ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι: «Άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του υπαλλήλου και διώκεται κατά τις οικείες διατάξεις.»
• Ακόμη, στο άρθρο 30 του Ν. 3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων & Υπαλλ. ΝΠΔΔ», αναφέρεται ότι «1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα κλάδου ή της ειδικότητας του. 2. Σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθεται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση.».
• Συμπληρωματικά, στο άρθρο 106 του Ν. 3528/2007 σημειώνεται ότι: "Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί" και στο άρθρο 107 καταγράφεται ότι: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: ….. β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες.».
• Περαιτέρω, σύμφωνα με την γνωμοδότηση του ΝΣΚ 256/2017: «Από τις διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση κα λειτουργία των Επιτροπών Παραλαβής Προμηθειών και Υπηρεσιών του Ν. 4412/2016 δεν συνάγεται δικαίωμα των υπαλλήλων μελών τους να υποβάλλουν παραιτήσεις και να επιφέρουν τη λήξη της ιδιότητας τους ως μελών των ανωτέρω Επιτροπών. Τούτο, όμως, δεν κωλύει τη Διοίκηση αυτεπάγγελτα ή κατόπιν ενημερώσεως της από τα μέλη αυτά να λαμβάνει υπόψη, μετά από αιτιολογημένη κρίση θεμελιούμενη στα στοιχεία του οικείου φακέλου του μέλους ή υποβαλλόμενα από αυτά, διάφορα κωλύματα, αντικειμενικά ή και προσωπικά (π.χ. μετάθεση, ασθένεια, απόσπαση εκτός έδρας, φόρτος εργασίας κλπ.) και να προβαίνει στη αντικατάσταση τους ακόμη και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Επιτροπής (ΓνωμΝΣΚ 201/2011). Η άρνηση συμμετοχής ορισθέντος μέλους σε συλλογικό όργανο, που δεν οφείλεται σε αντικειμενικό ή προσωπικό κώλυμα του μέλους, συνιστά αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 3528/2007 (ΓνωμΝΣΚ 366/2012).
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Από τις προρρηθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες και από την ανάγκη για εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης, και μάλιστα κατά τρόπο αμερόληπτο κα αντικειμενικό (Σπηλιωτόπουλος σελ. 133 και επομ. έκδοση 1977) συνάγεται ότι ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή ειδικότητας του, να υπακούει στις εκ του νόμου προβλεπόμενες διαταγές των προϊσταμένων του (με εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 25 του Ν. 3528/2007). Στο πλαίσιο των καθηκόντων του είναι και η συμμετοχή σε ομάδες εργασίας ή η συμμετοχή του σε συλλογικά όργανα.
Ως εκ τούτου, δεν νοείται άρνηση συμμετοχής των μελών στις ανωτέρω Επιτροπές κατ΄ επίκληση μόνης της άσκησης των συνήθων υπηρεσιακών καθηκόντων, παρά μόνο για ειδικώς αιτιολογημένους υπηρεσιακούς λόγους. Η δήλωση παραίτησης, η αίτηση εξαίρεσης ή με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, με σκοπό τη μονομερή λήξη της ιδιότητας του ως μέλους, δεν επιφέρει καμία απολύτως τροποποίηση στις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, ως αυτές απορρέουν από τη λειτουργία και τη συγκρότηση της Επιτροπής. Δηλαδή, παρά την κατάθεση δήλωσης παραίτησης ή αίτησης εξαίρεσης, παραμένει ενεργή η υποχρέωση του μέλους να ασκεί τα καθήκοντα του, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την προσήκουσα παρακολούθηση της σύμβασης σύμφωνα με τα συμφέροντα της Διοίκησης, διατηρούμενης ακέραιης της ευθύνης του εκ της ανατεθείσας αρμοδιότητας, μη δικαιούμενου βεβαίως να εξαιρεθεί μονομερώς, για τυχόν σφάλματα και παραλείψεις που -τυχόν- ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να παρακολουθήσει.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Αποφαινόμενου Οργάνου της Διοίκησης να απαλλάξει και να αντικαταστήσει μέλος της Επιτροπής, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του, στην οποία θα αναφέρονται τα αντικειμενικά ή προσωπικά κωλύματα, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του οικείου φακέλου και συνηγορούν στην κρίση αυτή. Σημειώνεται δε, ότι η συμμετοχή του υπαλλήλου στην Επιτροπή αποτελεί υπηρεσιακό καθήκον και ως εκ τούτου –τυχόν- παράβαση του μέλους από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.